περικαθαίρω

περικαθαίρω
Α
1. καθαρίζω κάτι από όλες τις μεριές, από παντού, καθαρίζω κάτι εντελώς («οἱ ἁλιεῑς τὰ δίκτυα περικαθαίρουσι», Αριστοτ.)
2. καθαρίζω κάτι στις άκρες
3. μτφ. εξαγνίζω κάτι εντελώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περικαθαίρω — περί καθαίρω cleanse pres subj act 1st sg περί καθαίρω cleanse pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάθαρσις — ἡ, άρσεως, Α [περικαθαίρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περικαθαίρω, πλήρης κάθαρση …   Dictionary of Greek

  • περικάθαρμα — τὸ, Α [περικαθαίρω] 1. καθαρμός, εξάγνιση 2. μτφ. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, κάθαρμα («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • περικαθαρμός — ὁ, Α [περικαθαίρω] πλήρης εξαγνισμός …   Dictionary of Greek

  • περικαθαρτήριον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ περικαθαρτήρια (κατά τον Ησύχ.) «θυσίαι ἐξαγνιστικαί». [ΕΤΥΜΟΛ. < περικαθαίρω + επίθημα τήριον (πρβλ. μελετη τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • περικαθαρτής — ὁ, Α [περικαθαίρω] 1. αυτός που καθαρίζει κάτι εντελώς 2. αυτός που εξαγνίζει κάτι …   Dictionary of Greek

  • περιρρέζω — Α εξαγνίζω με θυσία, περικαθαίρω («περιρρέζειν τὸ ἐπὶ τοῑς καθαρσίοις θύειν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥέζω «ενεργώ, πράττω, τελώ θυσίες»] …   Dictionary of Greek

  • προπερικαθαίρω — Α καθαρίζω ολόγυρα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περικαθαίρω «καθαρίζω ολόγυρα»] …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՊԱՒԵՄ — (եցի.) NBH 2 0330 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c, 13c ն. περικαθαίρω, περικείρω, κείρω , ἁπωθέω, κόπτω, ἁκροτηριάζω circumquaque purgo, circumcido, circumtondo, amputo, succido, incido, decacumino, miutrilo, trunco. Յատանել.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”